άφερτός

άφερτός
η , ο [ος , ον ]
1) недоставленный, непринесённый, непривезённый; 2) неприбывший, неприехавший, непришедший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "άφερτός" в других словарях:

  • ἄφερτος — insufferable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφερτος — η, ο (Α ἄφερτος, ον) αφόρητος, ανυπόφορος νεοελλ. 1. εκείνος τον οποίο δεν έχουν φέρει ακόμη 2. αυτός που δεν έχει έλθει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φερτός < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • άφερτος — η, ο αυτός που δεν κομίστηκε ή δεν ήρθε: Είναι ακόμη άφερτοι από την εξοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄφερτον — ἄφερτος insufferable masc/fem acc sg ἄφερτος insufferable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφερτα — ἄφερτος insufferable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»